- συνθρύπτω
- 4919 συνθρύπτω{с.гл., 1}сокрушать, разбивать (Деян. 21:13).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
συνθρύπτω — ΜΑ 1. συντρίβω, θρυμματίζω 2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρύπτω «θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek
συνθρύπτετε — συνθρύπτω break in pieces pres imperat act 2nd pl συνθρύπτω break in pieces pres ind act 2nd pl συνθρύπτω break in pieces imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεθρυμμένα — συνθρύπτω break in pieces perf part mp neut nom/voc/acc pl συντεθρυμμένᾱ , συνθρύπτω break in pieces perf part mp fem nom/voc/acc dual συντεθρυμμένᾱ , συνθρύπτω break in pieces perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθρύψαι — συνθρύπτω break in pieces aor inf act συνθρύψαῑ , συνθρύπτω break in pieces aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθρυπτόμενος — συνθρύπτω break in pieces pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθρύπτεσθαι — συνθρύπτω break in pieces pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθρύπτεται — συνθρύπτω break in pieces pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθρύπτονται — συνθρύπτω break in pieces pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθρύπτοντες — συνθρύπτω break in pieces pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεθρυμμένοι — συνθρύπτω break in pieces perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek